αορτήρας

αορτήρας
ο
δερμάτινο λουρί με το οποίο κρεμιούνται από τον ωμό διάφορα είδη οπλισμού, κυνηγιού, εκδρομής κτλ.: Στάθηκε λίγο για να φτιάξει τον αορτήρα του όπλου του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀορτῆρας — ἀορτήρ strap to hang masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… …   Dictionary of Greek

  • παρωμίς — ίδος, ἡ, Α αορτήρας, λουρίδα περασμένη στον ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. επ ωμίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”